- αἱματόεσσα
- αἱματόειςblood-redfem nom/voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αἱματοέσσας — αἱματοέσσᾱς , αἱματόεις blood red fem acc pl αἱματοέσσᾱς , αἱματόεις blood red fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παράμουσος — ον, Α 1. παράφωνος 2. δριμύς, αυστηρός («παράμουσος ἄτας αἱματόεσσα πλαγά», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + μοῦσα] … Dictionary of Greek